δα

δα
άκλ. μόριο επιτακτικό της κατάφασης, της άρνησης ή της ερώτησης: Ναι δα. – Όχι δα. – Τώρα δα. – Αυτό δα μας έλειπε!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”